ατμενια

ατμενια
    ἀτμενία
     рабство или служба Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ατμενια" в других словарях:

  • ἀτμενία — ἀτμενίᾱ , ἀτμενία slavery fem nom/voc/acc dual ἀτμενίᾱ , ἀτμενία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμενίης — ἀτμενία slavery fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατμενεία — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δουλεία». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἀτμενία «δουλεία» και λατρεία, ενώ κατ άλλους είναι εσφ. γρφ. τής λ. ἀτμενία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»